αποβαραίνω

αποβαραίνω
1. πιέζω κάτι με όλο το βάρος μου
2. βαραίνω, δεν μπορώ να κάνω καμιά δουλειά
3. γίνομαι πολύ βαρύς, πολύ σοβαρός
4. (για άρρωστο) είμαι στα τελευταία μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”